- ἀελλόπος
- ἀελλό - πος (ἄελλα, ποῦς): stormfooted; of Iris, the swift messenger, cf. ποδήνεμος. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… … Dictionary of Greek
ἀελλόπος — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόποδα — ἀελλόπος neut nom/voc/acc pl ἀελλόπος masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλοπόδεσσιν — ἀελλόπος masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλοπόδων — ἀελλόπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόποδας — ἀελλόπος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόποδες — ἀελλόπος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόποδι — ἀελλόπος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόποδος — ἀελλόπος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόπουν — ἀελλόπος masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόπους — ἀελλόπος masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)